Η βάση του 10 «αδειάζει» ΤΕΙ και ΑΕΙ
Η κατάργηση της βάσης του 10 ήταν μια τακτική «αδειάσματος» του υπουργείου απέναντι σε μη λειτουργικά τμήματα ΤΕΙ. Οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν ήταν ποτέ αρνητικές στο σχέδιο «Καλλικράτης στην Εκπαίδευση» με συγχωνεύσεις ή και καταργήσεις κάποιων τμημάτων τους. Όμως, βρέθηκαν στον τοίχο, προ διαδικασίας διαβούλευσης για το νέο νομοσχέδιο, όταν πολλά τμήματα Τ.Ε.Ι. «φορτώθηκαν» από το Υπουργείο με πολύ περισσότερες θέσεις από εκείνες που αυτά ζήτησαν και μπορούν να εκπαιδεύσουν με αποτέλεσμα, όσα δεν συμπλήρωσαν θέσεις, να αποτελούν τα πρώτα υποψήφια προς κατάργηση ή συγχώνευση στην επικείμενη αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού Καλλικράτη!
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εύλογα. Εάν το Υπουργείο Παιδείας έδινε τις θέσεις εισακτέων που ζήτησαν τα Τμήματα των ΤΕΙ και των Πανεπιστημίων οι βάσεις θα διαμορφώνονταν σε αυτά τα φετινά χαμηλά επίπεδα; Μήπως προσπάθησαν να δείξουν ότι υπάρχουν πολλά τμήματα σε ΤΕΙ, τα οποία, παρόλο που καταργήθηκε η βάση του 10 και έχουν εισαχθεί υποψήφιοι ακόμη και με 868 μόρια, δεν κατόρθωσαν να καλύψουν τις θέσεις εισακτέων και εξακολουθούν να μην είναι ελκυστικά;
Τα 34 τμήματα σε ΤΕΙ και πανεπιστήμια, που δε κάλυψαν τις κενές θέσεις τους, γνωρίζουν καλύτερα από τον καθέναν τα προβλήματά τους. Γνωρίζουν καλύτερα από κάθε πολιτική ηγεσία ότι οι πρόεδροι των ΤΕΙ βρέθηκαν πολλάκις να υπογράφουν αποφάσεις για την ίδρυση νέων τμημάτων χωρίς μελέτες και σχεδιασμό αλλά για εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων. Επίσης, γνωρίζουν ότι υπάρχουν νέα τμήματα με σύγχρονο επιστημονικό αντικείμενο και προοπτικές στην αγορά εργασίας, τα οποία δεν αναδείχθηκαν από την πολιτεία με αποτέλεσμα να μην προτιμώνται από τους νέους. Αναρωτιούνται για το ρόλο της ανώτατης πανεπιστημιακής και της τεχνολογικής εκπαίδευσης όταν υπάρχουν ομοειδή τμήματα σε πανεπιστήμια και σε ΤΕΙ. Έχουν, όμως, ήδη αναγνωρίσει την ανάγκη αναδιοργάνωσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ με σοβαρές αλλαγές στον «χάρτη» της εκπαίδευσης.
Τα στοιχήματα της αναδιάρθρωσης
Πρόσφατη έρευνα του υπουργείου Παιδείας έδειξε αλληλοεπικαλύψεις επιστημονικών αντικειμένων και κατακερματισμό που ξεπερνά το 60% των σχολών. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ιδρύθηκαν τμήματα σε κάθε πόλη της Ελλάδος με κοινοτικούς πόρους, με κύριο στόχο την τόνωση των τοπικών οικονομιών χωρίς κάποιο ακαδημαϊκό σχεδιασμό. Έπειτα από 10 χρόνια, αρκετά από τα τμήματα αυτά πλέον υπολειτουργούν και δεν είναι φυσικά βιώσιμα.
Τα στοιχήματα, λοιπόν, είναι πολλά και ο χρόνος της διαβούλευσης έχει ήδη αρχίσει να μετρά αντίστροφα για τις προστάσεις πρυτάνεων, διοικήσεων ΤΕΙ και την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας προτού η κυβέρνηση ανακοινώσει τις βασικές αρχές του νέου νόμου στο τέλος Σεπτεμβρίου και ξεκινήσουν οι δραστικές μειώσεις.
Πρώτο στοίχημα είναι εάν η ακαδημαϊκοί θα προωθήσουν την ακαδημαϊκή συνοχή και θα ενισχύσουν το ακαδημαϊκό προφίλ των σχολών χωρίς τοπικισμούς και κεκτημένα. Υπάρχουν τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ με αντικείμενο ιδιαίτερα εξειδικευμένο, το οποίο θα μπορούσε είτε να μετατραπεί σε ένα διετές μεταπτυχιακό πρόγραμμα είτε να ενσωματωθεί σε άλλα, ευρύτερου αντικειμένου, προπτυχιακά προγράμματα. Επίσης, υπάρχουν σχολές με συναφές αντικείμενο που βρίσκονται διασκορπισμένες σε γειτονικές πόλεις, με αποτέλεσμα να μην συγκροτείται ένα ολοκληρωμένο ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου των ΤΕΙ έναντι των πανεπιστημίων παραμένει ένα σημαντικό στοίχημα για την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η ύπαρξη τμημάτων πανεπιστημίου και ΤΕΙ του ίδιου αντικειμένου στην ίδια πόλη ή περιοχή θέτει ερωτήματα του διακριτού ρόλου των πανεπιστημίων και ΤΕΙ γενικότερα. Το αν η συνύπαρξη έχει αποδώσει ως τώρα ακαδημαϊκά αποτελέσματα είναι ζήτημα προς αξιολόγηση.
Η εξοικονόμηση πόρων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στα πλαίσια του γενικότερου νοικοκυρέματος των δημοσίων οικονομικών, οφείλει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό στο ακαδημαϊκό έργο και στις υποδομές. Υπάρχουν τμήματα ΤΕΙ και ΑΕΙ σύγχρονου αντικειμένου με εξειδικευμένο προσωπικό, σύγχρονο εκπαιδευτικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις τα οποία δεν απολαμβάνουν υψηλής ζήτησης λόγω του τόπου εγκατάστασής τους ή μη προώθησής τους από την πολιτεία. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν ένα υψηλό κόστος λειτουργίας, να μην αποδίδουν και να γίνονται μη βιώσιμα.
Τέλος, η σύνδεση της έρευνας με την αγορά είναι το μεγαλύτερο στοίχημα καθώς δημιουργεί αναπτυξιακές προοπτικές στην οικονομία με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει ποικίλα συμφέροντα.
Το ζήτημα του Εκπαιδευτικού «Καλλικράτη» είναι πώς θα μπορούσαν τα ιδρύματα να συνδεθούν ευέλικτα με τις τοπικές οικονομίες στις οποίες εδρεύουν έτσι ώστε η εκάστοτε κοινωνία να αξιοποιεί τους πόρους της παραγωγικά και να καρπώνεται η ίδια τα αντίστοιχα οικονομικά αποτελέσματα.Το αν καταφέρει να συμβάλλει η επικείμενη αναδιάρθρωση της Εκπαίδευσης στη διαμόρφωση αναπτυξιακών συνθηκών, αναμένεται να αποδειχθεί τα επόμενα χρόνια.
Ο Καλλικράτης της Εκπαίδευσης… στην ανεπτυγμένη Δύση
Η αυξανόμενη ζήτηση παγκοσμίως για εξειδίκευση των εργαζομένων έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη ζήτηση υψηλής ποιότητας σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό έχει συνεπακόλουθα αυξήσει την πίεση στους εκπαιδευτικούς προϋπολογισμούς των κρατών, τα οποία αναγκάζονται να δαπανούν περισσότερα χρήματα για την παιδεία έτσι ώστε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους.
Η παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει τα πανεπιστήμια σε τάσεις διεθνοποίησης της διδακτέας ύλης τους έτσι ώστε να υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στα προσόντα των αποφοίτων. Μερικές κυβερνήσεις έχουν επενδύσει στη διά βίου εκπαίδευση, όπως το παράδειγμα της Δανίας, ως την πλατφόρμα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς τους. Άλλες χώρες, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, αφέθηκαν στην αγορά με μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Οι σκανδιναβικές χώρες, ανάμεσά τους η Δανία, αποτελούσαν πάντα παράδειγμα προς μίμηση για το κοινωνικό σύστημα εκπαίδευσής τους και τις γενναίες παροχές τους στην παιδεία. Οι νέες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης έχουν όμως οδηγήσει και τα πιο κοινωνικά κράτη πρόνοιας να «γονατίσουν» για να χρηματοδοτήσουν την παιδεία τους. Η κυβέρνηση της Δανίας έχει ήδη θεσμοθετήσει την αυτόνομη λειτουργία των Γυμνασίων και το σύστημα κουπονιών ανά μαθητή με σκοπό την ανταγωνιστική λειτουργία των σχολείων και τη μείωση των δαπανών ανά μαθητή. Επίσης, μια πρόσφατη έκθεση του «Περιφερειακού και Δημοτικού Ινστιτούτου Αξιολόγησης» της Δανίας προτείνει στους δήμους της χώρας να κλείσουν το ένα σχολείο στα τρία, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους δυσκολίες. Στην Φινλανδία, η χρηματοδότηση στα σχολεία πηγάζει πλέον κατά το ήμισυ από κρατικά κονδύλια ενώ η υπόλοιπη από επιχειρήσεις και δημοτικούς φόρους.
Στη Βρετανία του Μπλερ, η αποκέντρωση και ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης κορυφώθηκαν την περασμένη δεκαετία, με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να περιορίσουν τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη, να βελτιώσουν τις επιδόσεις των εισακτέων στα πανεπιστήμια και να δημιουργήσουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς στα πανεπιστήμια. Η εξοικονόμηση πόρων από την επιβολή διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια συνέβαλε στην αυτονόμηση των δημοσίων πανεπιστημίων και στην αύξηση των ετήσιων δημοσίων δαπανών για σχολικά κτίρια.
Tα μεγαλύτερα προβλήματα, όμως, στη Bρετανία είναι ο αυξημένος αριθμός των μερικώς αναλφάβητων, το γεγονός ότι περίπου το 25% των μαθητών δεν ολοκληρώνουν ποτέ τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αύξηση των ανισοτήτων προσόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας με την επιβολή διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια. Τα ίδια προβλήματα παρουσιάζει και το αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο εμφανίζεται το οξύμωρο της συνύπαρξης μεγάλων ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα οποία κατέχουν τις πρώτες θέσεις στους πίνακες αξιολόγησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων παγκοσμίως, με τα εκατοντάδες υποβαθμισμένα κρατικά πανεπιστήμια αλλά και σχολεία, στα οποία φοιτούν μερικώς αναλφάβητοι φοιτητές και μαθητές.