Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Ένα συμμετοχικό όραμα για την τοπική αυτοδιοίκηση

Δύο χρόνια μετά την αποτυχία ενός νέου Μπρέτον Γούντς στη σύνοδο των G20 στην Ουάσινγκτον, συνεχίζουμε να βλέπουμε με απέχθεια τη αδυναμία των κυβερνήσεων ολόκληρου του πλανήτη να εφαρμόσουν ρυθμίσεις για τον έλεγχο των διεθνών συναλλαγών κεφαλαίου.

Δυστυχώς το όραμα του νέου Μπρέτον Γούντς έχει καταρρεύσει. Όλοι δείχνουν να έχουν βολευτεί πια. Οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν αυτοκαταστροφικές συνταγές ΔΝΤ είτε ως όμηροι των αδηφάγων επιτοκίων (spreads) είτε ως «φτωχοί-αυτόχειρες με μελανιασμένες κατανοήσεις». Ανήμποροι κυβερνήτες βραβεύονται επιδεικτικά με μετάλλια τιμής από κεντρικούς τραπεζίτες γιατί ακολουθούν πιστά επιταγές που συντρίβουν κάθε εμπόδιο στη ροή του κεφαλαίου μεταξύ των χωρών και δεν υπακούουν σε κάθε άλλη αξία ή επιδίωξη όπως παιδεία, υγεία, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, αυτοδιαχείριση, περιβάλλον ή πολιτισμό, πλην του κέρδους.

Οι τραπεζίτες δείχνουν να γοητεύονται άξαφνα, υπό τις ευλογίες των ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας που έχουν  προ πολλού ξεχάσει για ποιο σκοπό ιδρύθηκαν, από τη διαφορά των spreads των αναπτυσσόμενων χωρών και μαστιγώνουν δίχως οίκτο χώρες με ελλείμματα που δεν έχουν δυνατότητα να επηρεάσουν την συναλλαγματική τους ισοτιμία όπως στην περίπτωση της Αργεντινής αλλά και της Ελλάδας. Ένας έρωτας καταστροφικός…

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ύφεση στις οικονομίες των δυτικών χωρών σύμφωνα με την εξαμηνιαία έκθεσή του για τις «Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές». Οικονομικοί αναλυτές αναρωτιούνται πως θα ανακάμψει η παγκόσμια «δυτική» οικονομία. Μα φυσικά από την διαφορά των spreads δανεισμού και τους φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών. Γι’ αυτό παλεύουν διακαώς να μας (ξανα)κάνουν μια αναπτυσσόμενη χώρα με «μικρό» και αναπόφευκτα αδύναμο να λογοδοτήσει κράτος, με φθηνά εργατικά χέρια και μεσαιωνική εργασιακή νομοθεσία. Το κοκτέιλ διπλών ελλειμμάτων και υπέρογκου χρέους είναι μεθυστικό για μια υπό κατάρρευση χώρα έτσι ώστε να βυθιστεί σε ισχυρότερη δανειακή εξάρτηση και να απολέσει αναπόφευκτα την εθνική και φυσικά λαϊκή κυριαρχία της. Σκληρά ναρκωτικά…

Το όραμα του Μπρέτον Γούντς

Η αναφορά του Μπρέτον Γούντς δεν ήταν τυχαία. Τι το τόσο εξαιρετικό συνέβη στην ήρεμη κωμόπολη του Νιου Χαμσάιρ των ΗΠΑ το 1944 για να συνεχίζουν να αναφέρονται τόσοι οικονομολόγοι με ευλάβεια στη συνδιάσκεψη αυτή έκτοτε; Οι κυβερνήτες αυτού του κόσμου κάθισαν σε ένα τραπέζι και αποφάσισαν να περιορίσουν τη διακίνηση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων μεταξύ των χωρών προκειμένου να δοθεί η ελευθερία στις εθνικές αρχές να καθορίσουν τη νομισματική και δημοσιονομική τους πολιτική. Σημαντικά επιτεύγματα των 2 επόμενων δεκαετιών ήταν η κοινωνική ευημερία, η πλήρης απασχόληση και η ευρύτερη συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων που ευνόησαν τις μακροοικονομικές επιδόσεις των κρατών.

Αυτό που κατάφεραν οι κυβερνήτες των κρατών μετά τη συνδιάσκεψη του Μπρέτον Γούντς ήταν ότι ενθάρρυναν τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες να συντονίσουν τη νομισματική, δημοσιονομική και αναπτυξιακή τους πολιτική προς το δημόσιο συμφέρον. Στη Βραζιλία, η πρόσφατη επιβολή φόρου στις συναλλαγματικές πράξεις για να τιθασευτούν οι αποσταθεροποιητικές βραχυπρόθεσμες ροές κεφαλαίου είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα πολιτικής βούλησης προς το δημόσιο συμφέρον, προς μια μακροπρόθεσμη αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη.

Συμμετοχική Οικονομική

Με αφορμή της εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, το στοίχημα της αυτοδιοίκησης είναι οι δημότες ή πολίτες μιας περιφέρειας να καταφέρουν να εμπεδώσουν τον συμμετοχικό σχεδιασμό και αυτοδιαχείριση  της πόλης ή περιφέρειας στην οποία διαμένουν και εργάζονται και να επιτύχουν έναν θεσμικά αμεσότερο Καλλικράτη από τη βάση προς τα πάνω. Το παράδειγμα της Μαριναλέντα στην Ισπανία αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα μιας αυτοδιοικούμενης οικονομίας στην οποία εφαρμόζεται τοπικός έλεγχος και άμεση συμμετοχή από τους πολίτες στη διαχείριση του πλούτου της τοπικής οικονομίας.

Παρομοίως, στην Αυστραλία, εργατικές ενώσεις κατάφεραν να επηρεάσουν όχι μόνο τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας τους αλλά και το τι θα παράξουν. Ανέπτυξαν την ιδέα των «Πράσινων Απαγορεύσεων» κατά τις οποίες οικοδόμοι όχι μόνο απαγόρευσαν την κατασκευή ορισμένων έργων καθώς ήταν κοινωνικά ή περιβαλλοντικά βλαπτικά αλλά ανέλαβαν εναλλακτικά έργα με δικές τους μελέτες που σέβονταν τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Η Βραζιλία, όμως, αποτελεί το υπόδειγμα υιοθέτησης των αξιών της συμμετοχικής οικονομικής. Στο Πόρτο Αλέγκρε και σε άλλες πόλεις της Βραζιλίας υλοποιείται το εγχείρημα της «συμμετοχικής κατάρτισης προϋπολογισμού». Αυτό υλοποιείται μέσω τοπικών συμβουλίων πολιτών μέσω των οποίων μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις για δημόσιες επενδύσεις όπως σε πράσινο, στην παιδεία, στην υγεία, σε δημόσια έργα.

Η συμμετοχή του καθενός σ’ αυτά τα συμβούλια υπακούει σε ένα θεμελιώδη κανόνα: η εισφορά στη λήψη αποφάσεων είναι ανάλογη του βαθμού που ο καθένας επηρεάζεται από τις αποφάσεις αυτές. Αυτός ο κανόνας πηγάζει από το γεγονός ότι οι περισσότερες οικονομικές συναλλαγές που κάνουμε καθημερινά περιλαμβάνουν «εξωτερικότητες», δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικών συναλλαγών επηρεάζουν σε ποικίλο βαθμό κι άλλα άτομα πέρα από τους συναλλασσόμενους.

Για παράδειγμα, η κατασκευή και λειτουργία διεθνούς αερολιμένα στο Καστέλι θα επηρεάσει θετικά την εργολήπτρια εταιρεία σε οικονομικούς όρους αλλά αρνητικά τους ντόπιους λόγω κοινωνικής και περιβαλλοντικής υποβάθμισης της περιοχής. Κατά συνέπεια, η αυτοδιοίκηση οφείλει να γεννήσει τοπικά συμβούλια από το επίπεδο της γειτονιάς μέχρι το επίπεδο της περιφέρειας. Από τα συμβούλια, θα αναδυθούν οι αποφάσεις αυτών που επηρεάζονται περισσότερο από τις συνέπειες αυτές και θα επιβάλλονται περιορισμοί πχ δημοτικοί ή «περιφερειακοί» φόροι που να αντισταθμίζουν τα μεγέθη των επιπτώσεων.

Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν έναν ακόμη Καλλικράτη, αυτόν της εκπαίδευσης. Μέσα σε μια τέτοια συμμετοχική αρχιτεκτονική, καλλιεργείται ευκολότερα σε ένα δημοκρατικό πολίτη η αυτοπεποίθηση που απαιτείται για τη λήψη των αποφάσεων που τον επηρεάζουν. Είναι όμως απαραίτητο να εδραιωθούν σε κάθε τοπική κοινωνία αυτόνομες βαθμίδες εκπαίδευσης που να μελετούν τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και συνδέονται με την τοπική οικονομία προσφέροντας στον κάθε πολίτη την απαραίτητη γνώση και τις  πολυσύνθετες δεξιότητες που απαιτούνται για να ανταποκριθεί στην ορθή λήψη αποφάσεων που θα διέπεται από τη διαφύλαξη της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της ποικιλομορφίας, της αυτοδιαχείρισης και της οικολογικής ισορροπίας.

Πηγή: Micheal Albert, “PARECON (Participatory Economics) – Life After Capitalism”, New York, 2003.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Μαθήματα οικονομικής ιστορίας από ΔΝΤ-κρατούμενες χώρες: Το παράδειγμα της Αργεντινής

H Αργεντινή με τη Βραζιλία αποτελούσαν ανέκαθεν το κεντρικό ισχυρό δίπολο των οικονομιών της Λατινικής Αμερικής. Η Αργεντινή είναι μια χώρα, όπως και η Βραζιλία, με φυσικό πλούτο που άνηκε στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Μετά το 1955, επικράτησαν πολιτικές και οικονομικές περίοδοι συνεχούς αστάθειας με διαρκείς εναλλαγές κυβερνήσεων. Το γεγονός αυτό οδηγούσε σε συνεχείς κρίσεις που καταπολεμούνταν δυστυχώς με βραχυπρόθεσμα προγράμματα σταθεροποίησης που συνήθως επιδείνωναν την κοινωνική συνοχή. 


Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της οικονομίας της Αργεντινής, που προσιδιάζει στην ελληνική κρίση, είναι η βεβαρυμμένη δανειακή της εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές, γεγονός που αυτομάτως συνεπάγεται απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας και οικονομικής της ελευθερίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις πολιτικές και οικονομικές αστοχίες της εκάστοτε κυβέρνησής της οδήγησαν την Αργεντινή στη χρεοκοπία το 2002, όπως κάποιοι, αν όχι όλοι, θα θυμόμαστε.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να παραθέσω αυτούσια την άποψη του οικονομολόγου Β. Βιλιάρδου από το άρθρο του «Η χρεοκοπία της Αργεντινής»:
Η αποτυχία της προόδου της Λατινικής Αμερικής έχει αποδοθεί στα εγκλήματα των ισχυρότερων και πλουσιότερων χωρών. Η ευάλωτη θέση της οφείλεται κυρίως στην εξάρτησή της. Η ανεξαρτησία βέβαια δεν χαρίζεται αλλά κερδίζεται με πολλούς κόπους και θυσίες, κάτι που μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησε η Βραζιλία.  
Για να ενταχθεί μία χώρα στην ομάδα των ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών, απαιτείται δανεισμός και επενδύσεις. Η Αργεντινή βρέθηκε να αντιμετωπίζει επανειλημμένα περιοδικές δυσκολίες με την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων όρων των ξένων επενδύσεων και πιστώσεων. Όλα αυτά την οδήγησαν σε έναν αντιδραστικό απομονωτισμό με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η οικονομική στενότητα και η εξάρτησή της και να αποκοπεί από τον ανταγωνισμό και τις ευκαιρίες για οικονομική μεγέθυνση. 
Η κρίση και η πτώχευση

Η οικονομική κρίση της Αργεντινής διήρκεσε από το 1998 έως το 2002 με την ισχυρή ύφεση των ετών 1998 - 1999 και την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος τα έτη 2001 – 2002. Το ΑΕΠ της Αργεντινής μειώθηκε συνολικά κατά 21%, ενώ το ποσοστό της «φτώχειας» έφτασε το 57% και η ανεργία ξεπέρασε το 23%.

Το 1991, η Αργεντινή αποφάσισε να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του νομίσματός της με το δολάριο. Ουσιαστικά υιοθέτησε το δολάριο, όπως εμείς υιοθετήσαμε το ευρώ το 2002. Κατάφερε έτσι να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό, όπως κι εμείς με την είσοδό μας στο ευρώ.

Έπειτα, όμως, από κάποια χρόνια ήλθε νομοτελειακά αντιμέτωπη με τις παρενέργειες αυτής της επιλογής: οι τιμές των εγχώριων προϊόντων ακρίβυναν στις διεθνείς αγορές. Το γεγονός αυτό οδήγησε στον περιορισμό της ανταγωνιστικότητάς της, στη μείωση των εξαγωγών της και στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Όλα αυτά είχαν φυσικό επακόλουθο την μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της. Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζονται πολλά σχόλια για τις τρομακτικές ομοιότητες με την ελληνική οικονομία…

Οι ομοιότητες, όμως, συνεχίζονται: κατά την «κρίση της Τεκίλας», το Μεξικό υποτίμησε το νόμισμα του το 1995 όπως και η Βραζιλία το 1998. Αρκετές επιχειρήσεις της χώρας μετέφεραν τα εργοστάσια παραγωγής τους στη Βραζιλία καθώς τα προϊόντα της φθήνυναν στις διεθνείς αγορές και οι συνέπειες έγιναν καταστροφικές για τις εξαγωγές της χώρας. Ότι συνέβη δηλαδή στις επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας που μετανάστευσαν στα Βαλκάνια.

Έτσι το 1999, η οικονομία της χώρας οδηγήθηκε σε ύφεση -4%. Η εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Αργεντινή βυθίστηκε ραγδαία περί τα τέλη του 1999 με αποτέλεσμα να αυξηθεί το επίπεδο ρίσκου του δανεισμού της. Μάλιστα, το spread έφθασε στο 19,16% (!) το 2001 (1.916 μονάδες βάσης), 16% επιπλέον του βασικού. Το ύψος αυτό του επιτοκίου υποχρέωσε την Αργεντινή να απευθυνθεί στο ΔΝΤ, εξελίξεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα και στη χώρα μας τον τελευταίο χρόνο με τους κίνδυνους χρεοκοπίας που ελλοχεύουν να είναι εξαιρετικά ρεαλιστικοί.

Ο όλεθρος επήλθε όταν το 2001 η Αργεντινή δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, με το προγραμματισμένο δάνειο του ΔΝΤ να μην καταβάλλεται. Οι ξένοι επενδυτές απέσυραν μαζικά και ταχύτατα κεφάλαια από τη χώρα. Η Αργεντινή οδηγήθηκε στις 30.12.2001 σε αδυναμία και στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές της, δηλαδή σε χρεοκοπία.

Η επόμενη μέρα

Η επόμενη μέρα της χρεοκοπίας οδήγησε την Αργεντινή στη ραγδαία υποτίμηση του νομίσματός της κατά 75%, δηλαδή αποσπάστηκε το 75% της αξίας των χρημάτων των πολιτών, των επιχειρήσεων και γενικά ολόκληρης της χώρας, λύση η οποία δεν ήταν εφικτή στη δική μας κρίση λόγω του ευρώ. Η ύφεση κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2002 μετά τη λήψη «καταναγκαστικών μέτρων» εκτοξεύθηκε στο -12%. 

Στα τέλη του 2002 η Αργεντινή άρχισε να ανακάμπτει αργά αλλά σταθερά αφού τα προϊόντα της έγιναν πιο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές λόγω της υποτίμησης του νομίσματός της. Το εμπορικό ισοζύγιό της αυξήθηκε ενώ το εξωτερικό της χρέος μειώθηκε. Ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 8,9% το 2003 και πλέον κυμαίνεται μεταξύ του 6 με 9%.  Ο πληθωρισμός της, όμως, παραμένει σε επίπεδα ρεκόρ (12%) με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πραγματική οικονομική ανάπτυξη αλλά ανάπτυξη που να οφείλεται στην άνοδο των τιμών.

Το 2004 η Αργεντινή ξεκίνησε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης αποπληρωμής των παλαιών χρεών - προ χρεοκοπίας - μέσω αναχρηματοδότησης. Μετά από πολλές διπλωματικές διαπραγματεύσεις κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των δανειστών της.

Αν και η κρίση ξεπεράστηκε προσωρινά, τα χρέη όμως παραμένουν χρέη και επιτάσσουν νέες αναχρηματοδοτήσεις, είτε ως νέα δάνεια είτε ως τις απαιτούμενες επενδύσεις έτσι ώστε να διατηρηθεί το πρόσημο της ανάπτυξης θετικό και να θεωρούνται οι οικονομικές προοπτικές της χώρας θετικές. Ποιος όμως θα χρηματοδοτήσει τα παλαιά δάνεια; Ποιος άλλος από τους παλαιούς πιστωτές της. Εξάρτηση, λοιπόν, που θα διαρκέσει ως το διηνεκές…

Πηγή: Βασίλης Βιλιάρδος, «Η χρεοκοπία της Αργεντινής: Ιστορικά στοιχεία, παραλληλισμοί, οι αιτίες της κρίσης, η μεγάλη ύφεση, η υπερχρέωση, η στάση πληρωμών, τα καταναγκαστικά μέτρα της κυβέρνησης και τα αποτελέσματα τους»

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Μαθήματα οικονομικής ιστορίας από ΔΝΤ-κρατούμενες χώρες: Το παράδειγμα της Βραζιλίας

Όταν μία αντιπροσωπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «επισκέπτεται» μία χώρα, θέτοντας σαν προϋπόθεση για την εκχώρηση δανείων τον περιορισμό των κοινωνικών και λοιπών δαπανών, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που θα προκαλούσε ένας βομβαρδισμός εκ μέρους του ΝΑΤΟ, όπως στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας
Micheal Chossudovsky, καναδός οικονομολόγος
Το παρακάτω κείμενο περιγράφει συνοπτικά την κατάσταση που οδήγησε την 8η μεγαλύτερη οικονομία στο χείλος της καταστροφής πριν και μετά την είσοδο του ΔΝΤ. Θα βρείτε έντονους τους παραλληλισμούς και τις ομοιότητες της κρίσης της Βραζιλίας με τη δική μας, όπως την περιγράφει ο οικονομολόγος Β. Βιλιάρδος στο άρθρο του «η άλωση της Βραζιλίας».

Η άλωση της Βραζιλίας

Το σημαντικότερο πρόβλημα της Βραζιλίας εν έτει 1997 ήταν το υψηλό έλλειμμα στο «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», δηλαδή το ύψος των εισαγωγών ήταν υψηλότερο από το ύψος των εξαγωγών. Το πρόβλημα αυτό που κορυφώθηκε στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία αντικατοπτρίζει την απώλεια ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Εντούτοις, η Βραζιλία ήταν ανέκαθεν ένα από τα πλουσιότερα κράτη σε φυσικούς και ενεργειακούς πόρους. Το έλλειμμα εμφανίσθηκε μετά την υιοθέτηση ενός προγράμματος σταθερότητας από την κυβέρνηση της το 1994, το οποίο είχε κύριο στόχο την καταπολέμηση του υπερπληθωρισμού. Το πρόγραμμα σταθερότητας εισήγαγε ένα νέο νόμισμα (Real) με ισοτιμία απέναντι στο δολάριο 1Real=1$, κάτι ανάλογο με την εκσυγχρονιστική πολιτική Σημίτη που οδήγησε στην ΟΝΕ.

Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση τότε οδηγήθηκε σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων με σκοπό να προσεγγίσει νέους διεθνείς επενδυτές. Η είσοδος ξένων επενδύσεων εξισορρόπησε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθώς εισέρευσαν νέα κεφάλαια.

Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν κατά την ασιατική κρίση του 1998, οι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στο παιχνίδι αυτό, συνέβαλε η επιθετική τακτική των αμερικάνικων οίκων αξιολόγησης οι οποίοι υποτίμησαν τη Βραζιλία, όπως έκαναν, κατά τα γνωστά, στη χώρα μας, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Το αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσουν οι ιππότες του ΔΝΤ για να σώσουν την κατάσταση.

Το ΔΝΤ ενέκρινε τη βοήθεια ύψους 42,6 δις. $ λίγο πριν την χρεοκοπία για να εφαρμόσει τους δικούς του όρους. Απαίτησε από την κυβέρνηση της χώρας να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα εξοικονόμησης πόρων, περιορίζοντας θεαματικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού της μέσα από αυξήσεις φόρων, μειώσεις δημοσίων δαπανών καθώς επίσης την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού.

Μέσα σε τρία χρόνια μετά την παροχή του δανείου του ΔΝΤ, ξέσπασε «ταξικός» πόλεμος τεραστίων διαστάσεων με 40.000 θύματα συμπλοκών και πολυάριθμους βίαιους θανάτους. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, το 2002 το 30% του πληθυσμού ζούσε στα όρια της εξαθλίωσης: χρόνιος υποσιτισμός που οδηγούσε στην ανικανότητα, στην πλήρη αναπηρία και στο θάνατο.

Σήμερα, η Βραζιλία συνεχίζει να ανήκει στις αναπτυσσόμενες οικονομίες εξασφαλίζοντας υψηλότερα επιτόκια στους δανειστές της. Οι κρατικές επιχειρήσεις της συνεισφέρουν ελάχιστα στα δημόσια έσοδα αφού ανήκουν κυρίως σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές  πολυεθνικές.

Το 2009, εισέρευσαν στη χώρα 47 δις $ ξένα κεφάλαια σε μορφή κατά το 75% μετοχών. Η κυβέρνηση έχει ήδη επιβάλλει ειδικό φόρο 1,5% στις συναλλαγές για να περιορίσει την είσοδο τους έτσι ώστε να μην αποχωρήσουν μαζικά και δημιουργήσουν μια ακόμη κρίση. Το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το ελάχιστο όριο της φτώχειας, όμως, παραμένει στο 31% (στοιχεία 2007) με το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της να πλησιάζει μετά βίας τα 9.700 $ τη στιγμή που στην Ελλάδα είναι 30.500 $.

Διακρατικό σύμφωνο επενδύσεων

Το σημαντικότερο όπλο που διαθέτει το ΔΝΤ είναι το διακρατικό σύμφωνο επενδύσεων (Multilateral Agreement on Investment). Η υπογραφή κάτω από το συγκεκριμένο σύμφωνο έχει σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική άλωση της χώρας που το αποδέχεται.

Το γεγονός ότι δεχόμαστε καταιγισμό προτάσεων για στρατηγικές επενδύσεις στη χώρα από Κατάρ και Κίνα – κι όσων άλλων επακολουθήσουν - τον τελευταίο μήνα, λίγες μέρες μετά την κατάθεση του fast track, του νόμου Παμπούκη για τη γρήγορη αδειοδότηση στρατηγικών επενδύσεων,  γεννά προβληματισμούς σε μια χώρα που βρίσκεται υπό το καθεστώς παγκόσμιας επιτήρησης. Πως έγινε, λοιπόν, το επενδυτικό κλίμα ευνοϊκότερο μέσα σε 5 μήνες από την υπογραφή του μνημονίου είναι απορίας άξιο για μια χώρα που χρωστάει πολλά περισσότερα από όσα παράγει (ΑΕΠ) και θεωρείται ακόμη αφερέγγυα και αναξιόπιστη στην εξυπηρέτηση των οφειλών της απέναντι στους δανειστές της εφόσον υπάρχουν ακόμη στο τραπέζι λύσεις πτώχευσης και αναδιάρθρωσης του χρέους της.

Μήπως το fast track θυμίζει λίγο από ΜΑΙ; Για όσους δεν το γνωρίζουν, το ΜΑΙ αποτελεί μια διακρατικό σύμφωνο επενδύσεων, που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1995 από τα μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), επιδιώκοντας να αναπτύξει διακρατικούς κανόνες ελεύθερης και συστηματικής διακίνησης κεφαλαίων και επενδύσεων ανάμεσα στις χώρες αυτές. Όταν εκδόθηκε το τελικό κείμενο της συμφωνίας το 1997, καλλιεργήθηκε έντονη κριτική καθώς ενείχε τον κίνδυνο να μην μπορούν να ρυθμιστούν οι ξένες επενδύσεις σε κάθε χώρα. Εν τέλει δεν εδραιώθηκε, όταν η Γαλλία απέσυρε τη στήριξή της το 1998, αλλά είναι εμφανές ότι οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη ακόμη το χρησιμοποιούν ως εργαλείο επενδύσεων.

Μια τέτοια συμφωνία προβλέπει, ανάμεσα σε άλλα, την υποβάθμιση κάθε υπάρχουσας εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει τις ξένες επενδύσεις απέναντι στους όρους της συμφωνίας MAI και την απαγόρευση στο μέλλον υπαναχώρησης από τους όρους και νομοθέτησης περιορισμών στις ξένες επενδύσεις. Πως, λοιπόν, θα προσέλθει σε διαπραγμάτευση μια αδύναμη χώρα να προστατεύσει εθνικά κεκτημένα υπό αυτό το καθεστώς ομηρίας; Αναγκαστικά θα δεχθεί μαρτυρικά τους όρους για να μη φθάσει στο εδώλιο διεθνών δικαστηρίων από μηνύσεις επενδυτών και πληρώσει το μάρμαρο, εάν το ασφαλιστικό, οι εργασιακές σχέσεις, η δημόσια υγεία, η παιδεία, το φυσικό περιβάλλον απειλούν τα συμφέροντά τους ή δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα κέρδη. Γιατί φυσικά οι όροι της συμφωνίας προβλέπουν σε ποιο «δικαστήριο θα παιχτεί η μπάλα» και φυσικά τη «λυπητερή» που σε περιμένει εάν δε συνετιστείς.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Τα πετροδόλαρα φτάνουν και στην Ελλάδα

Η υπογραφή ενός 2ου μνημονίου, του μνημονίου «συναντίληψης» ΜΟU, μέσα στον ίδιο χρόνο με το μνημόνιο συνεργασίας με την Τρόικα, αυτή τη φορά με την επενδυτική αρχή του Κατάρ, θεωρήθηκε από τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ως ψήφος εμπιστοσύνης στη χώρα υποστηρίζοντας πως θα υπάρξει αμοιβαίο όφελος για την κοινωνία.  Ας αναφερθούμε λοιπόν στις κοινές αντιλήψεις όπως εκφράστηκαν μέσα από τα άρθρα 1 και 2 του μνημονίου: 

Άρθρο 1: «Το προς επένδυση ποσό στην Ελλάδα ορίζεται σε 5 δισ. δολάρια (3,8 δισ. ευρώ). Οι τομείς επενδυτικού ενδιαφέροντος περιλαμβάνονται: οικιστική ανάπτυξη, τουρισμός, εγκαταστάσεις λιμανιών και αεροδρομίων, τράπεζες και χρηματοοικονομικά, επιχειρηματικές συμπράξεις, ενέργεια και άλλοι τομείς». 

Άρθρο 2: «Το Qatar Investment Authority και οι συνδεδεμένες με αυτό επιχειρήσεις θα ενισχυθούν με το κατά το δυνατόν ευνοϊκό επενδυτικό status, το οποίο θα περιλαμβάνει επενδυτικά οφέλη, προνόμια, εξαιρέσεις, απαλλαγές (ασυλίες) και γρήγορες αδειοδοτικές διαδικασίες».

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τόνισε ότι όσον αφορά την επένδυση του Qatar Investment Authority (QIA) στο Ελληνικό «θα πρέπει να είναι συμβατό με τις εξαγγελίες μας για την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου αλλά και ενός πόλου πράσινης ανάπτυξης για όλο το παράκτιο μέτωπο της Αττικής». Πως θα προχωρήσουν οι λαϊκές απαιτήσεις για διαφανείς, αντιμονοπωλιακές και προς το κοινό συμφέρον επενδύσεις πρασίνου στο Ελληνικό εφόσον το μνημόνιο «συναντίληψης» που έχει ήδη υπογραφεί παρέχει πλήρη και άμεση ασυλία στα πετροδόλαρα; Ποιο το αμοιβαίο όφελος μιας τέτοιας επένδυσης αναμένουμε με αγωνία όταν θα ανακοινωθούν τα σχέδια επενδύσεων στο Ελληνικό.

Με φόντο την επικαιροποίηση του εργασιακού χάρτη το Νοέμβριο αλλά και το σχέδιο ταχείας αδειοδότησης μεγάλων επενδύσεων - το λεγόμενο fast track, οι όροι της συμφωνίας με το Κατάρ είναι ξεκάθαροι: όσο η οικονομία μας αυξάνει την ανταγωνιστικότητά της επηρεάζοντας το εργασιακό κόστος αλλά και τη λογοδοσία – για κάποιους γραφειοκρατία - του κράτους για τις στρατηγικές επενδύσεις, δημιουργεί ευνοϊκότερο οικονομικό περιβάλλον για επενδύσεις μακροπρόθεσμης απόδοσης αραβικών ή άλλων συμφερόντων.

Θα υπάρξει αμοιβαίο όφελος και για άλλες στρατηγικές επενδύσεις, όπως του αεροδρομίου Καστελίου, εάν αυτές ενταχθούν στο fast track; Είναι πολύ πιθανό να ακυρωθούν εν μια νυκτί οι προτάσεις και απαιτήσεις της τοπικής κοινωνίας στην εκάστοτε κυβέρνηση για μια ισοβαρή και αμοιβαίου οφέλους επένδυση στο αεροδρόμιο τόσο για την τοπική κοινωνία όσο και για τον ιδιώτη επενδυτή.

Το  ιστορικό των Αραβικών επενδύσεων

Ο QIA ιδρύθηκε το 2005 με σκοπό να επενδύει τα 60 δις δολαρίων πλεονάσματα του Κατάρ από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια. Η στρατηγική του επενδυτικού οίκου του Κατάρ είναι να επενδύει στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία στην αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας και  σε επιχειρήσεις του βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού τομέα.

Στην Ελλάδα έχει αγοράσει το 4% των μετοχών της Alpha Bank ενώ είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την εξαγορά του 7% της Εθνικής Τράπεζας πριν αποφασιστεί η πρόσφατη αύξηση μετοχικού της κεφαλαίου. Επίσης σε εξέλιξη βρίσκεται η αδειοδοτική διαδικασία για ενεργειακή επένδυση στον Αστακό της Αιτωλοακαρνανίας ενώ η ναυπηγική βιομηχανία ΑμπουντάμπιΜάρ συμφώνησε να εξαγοράσει τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Η επενδυτική αρχή του Κατάρ είχε, κατά το παρελθόν, φτάσει πολύ κοντά στην εξαγορά της Ολυμπιακής. Παράλληλα, αραβικό ενδιαφέρον έχει εκφραστεί για επενδύσεις  στο κλάδο του τουρισμού (ξενοδοχεία, χιονοδρομικά κέντρα, μαρίνες) και συγκεκριμένα, σε κρατική περιουσία.

Επίσης, σχεδιάζονται κοινές επενδυτικές πρωτοβουλίες στον τομέα της ενέργειας ώστε να ολοκληρωθεί το «ανατολικό δαχτυλίδι» ενεργειακής σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και Β. Αφρικής. Σχεδιάζεται, λοιπόν, με τη Λιβύη και την Αίγυπτο σύνδεση με υποθαλάσσιο καλώδιο για την αξιοποίηση της παραγωγής ενέργειας.

Αλλά κι η Ευρώπη ξεπουλά

Στην προσπάθεια να περιορίσουν τα κρατικά τους ελλείμματα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στρέφονται στην πώληση και αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας. Σύμφωνα με σχετική έκθεση της CBRE (CB Richard Ellis), η τάση αυτή θα επεκταθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους με την Ελλάδα να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο.  Σύμφωνα με την έκθεση, πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις κρατικών ακινήτων αξίας 840 εκατ. ευρώ κατά το 2009 με το 42% να αφορά ακίνητα του γερμανικού κράτους.

Ο Εκπαιδευτικός «Καλλικράτης»

Η αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων και τεχνολογικών ιδρυμάτων δε θα μπορούσε να ξεφύγει του συνολικού σχεδίου ανασύνταξης της χώρας. Τον περασμένο Μάϊο, η υπουργός Παιδείας κα Διαμαντοπούλου είχε προαναγγείλει τον εκπαιδευτικό «Καλλικράτη» για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με συγχωνεύσεις Τμημάτων γειτονικών πανεπιστημίων και ΤΕΙ και εξορθολογισμό της χωροταξικής κατανομής των ιδρυμάτων. Σκοπός ήταν να σταματήσει το σημερινό φαινόμενο της ακραίας διασποράς ανά την περιφέρεια αλλά και να ενσωματωθούν τα ιδρύματα στις περιφερειακές δομές της χώρας. «Σε συνεργασία και με τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, στόχος είναι να μπορέσουμε να δώσουμε όσο γίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για παραγωγή γνώσης, έρευνα, αριστεία και εφαρμογή της γνώσης προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας» είχε επισημάνει χαρακτηριστικά τότε η υπουργός.

Η βάση του 10 «αδειάζει» ΤΕΙ και ΑΕΙ

Η κατάργηση της βάσης του 10 ήταν μια τακτική «αδειάσματος» του υπουργείου απέναντι σε μη λειτουργικά τμήματα ΤΕΙ. Οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν ήταν ποτέ αρνητικές στο σχέδιο «Καλλικράτης στην Εκπαίδευση» με συγχωνεύσεις ή και καταργήσεις κάποιων τμημάτων τους. Όμως, βρέθηκαν στον τοίχο, προ διαδικασίας διαβούλευσης για το νέο νομοσχέδιο, όταν πολλά τμήματα Τ.Ε.Ι. «φορτώθηκαν» από το Υπουργείο με πολύ περισσότερες θέσεις από εκείνες που αυτά ζήτησαν και μπορούν να εκπαιδεύσουν με αποτέλεσμα, όσα δεν συμπλήρωσαν θέσεις, να αποτελούν τα πρώτα υποψήφια προς κατάργηση ή συγχώνευση στην επικείμενη αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού Καλλικράτη!

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εύλογα. Εάν το Υπουργείο Παιδείας έδινε τις θέσεις εισακτέων που ζήτησαν τα Τμήματα των ΤΕΙ και των Πανεπιστημίων οι βάσεις θα διαμορφώνονταν σε αυτά τα φετινά χαμηλά επίπεδα; Μήπως προσπάθησαν να δείξουν ότι υπάρχουν πολλά τμήματα σε ΤΕΙ, τα οποία, παρόλο που καταργήθηκε η βάση του 10 και έχουν εισαχθεί υποψήφιοι ακόμη και με 868 μόρια, δεν κατόρθωσαν να καλύψουν τις θέσεις εισακτέων και εξακολουθούν να μην είναι ελκυστικά;

Τα 34 τμήματα σε ΤΕΙ και πανεπιστήμια, που δε κάλυψαν τις κενές θέσεις τους, γνωρίζουν καλύτερα από τον καθέναν τα προβλήματά τους. Γνωρίζουν καλύτερα από κάθε πολιτική ηγεσία ότι οι πρόεδροι των ΤΕΙ βρέθηκαν πολλάκις να υπογράφουν αποφάσεις για την ίδρυση νέων τμημάτων χωρίς μελέτες και σχεδιασμό αλλά για εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων. Επίσης, γνωρίζουν ότι υπάρχουν νέα τμήματα με σύγχρονο επιστημονικό αντικείμενο και προοπτικές στην αγορά εργασίας, τα οποία δεν αναδείχθηκαν από την πολιτεία με αποτέλεσμα να μην προτιμώνται από τους νέους. Αναρωτιούνται για το ρόλο της ανώτατης πανεπιστημιακής και της τεχνολογικής εκπαίδευσης όταν υπάρχουν ομοειδή τμήματα σε πανεπιστήμια και σε ΤΕΙ. Έχουν, όμως, ήδη αναγνωρίσει την ανάγκη αναδιοργάνωσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ με σοβαρές αλλαγές στον «χάρτη» της εκπαίδευσης.

Τα στοιχήματα της αναδιάρθρωσης

Πρόσφατη έρευνα του υπουργείου Παιδείας έδειξε αλληλοεπικαλύψεις επιστημονικών αντικειμένων και κατακερματισμό που ξεπερνά το 60% των σχολών. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ιδρύθηκαν τμήματα σε κάθε πόλη της Ελλάδος με κοινοτικούς πόρους, με κύριο στόχο την τόνωση των τοπικών οικονομιών χωρίς κάποιο ακαδημαϊκό σχεδιασμό. Έπειτα από 10 χρόνια, αρκετά από τα τμήματα αυτά πλέον υπολειτουργούν και δεν είναι φυσικά βιώσιμα.

Τα στοιχήματα, λοιπόν, είναι πολλά και ο χρόνος της διαβούλευσης έχει ήδη αρχίσει να μετρά αντίστροφα για τις προστάσεις πρυτάνεων, διοικήσεων ΤΕΙ και την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας προτού η κυβέρνηση ανακοινώσει τις βασικές αρχές του νέου νόμου στο τέλος Σεπτεμβρίου και ξεκινήσουν οι δραστικές μειώσεις.

Πρώτο στοίχημα είναι εάν η ακαδημαϊκοί θα προωθήσουν την ακαδημαϊκή συνοχή και θα ενισχύσουν το ακαδημαϊκό προφίλ των σχολών χωρίς τοπικισμούς και κεκτημένα. Υπάρχουν τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ με αντικείμενο ιδιαίτερα εξειδικευμένο, το οποίο θα μπορούσε είτε να μετατραπεί σε ένα διετές μεταπτυχιακό πρόγραμμα είτε να ενσωματωθεί σε άλλα, ευρύτερου αντικειμένου, προπτυχιακά προγράμματα. Επίσης, υπάρχουν σχολές με συναφές αντικείμενο που βρίσκονται διασκορπισμένες σε γειτονικές πόλεις, με αποτέλεσμα να μην συγκροτείται ένα ολοκληρωμένο ακαδημαϊκό περιβάλλον.

Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου των ΤΕΙ έναντι των πανεπιστημίων παραμένει ένα σημαντικό στοίχημα για την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η ύπαρξη τμημάτων πανεπιστημίου και ΤΕΙ του ίδιου αντικειμένου στην ίδια πόλη ή περιοχή θέτει ερωτήματα του διακριτού ρόλου των πανεπιστημίων και ΤΕΙ γενικότερα. Το αν η συνύπαρξη έχει αποδώσει ως τώρα ακαδημαϊκά αποτελέσματα είναι ζήτημα προς αξιολόγηση.

Η εξοικονόμηση πόρων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στα πλαίσια του γενικότερου νοικοκυρέματος των δημοσίων οικονομικών, οφείλει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό στο ακαδημαϊκό έργο και στις υποδομές. Υπάρχουν τμήματα ΤΕΙ και ΑΕΙ σύγχρονου αντικειμένου με εξειδικευμένο προσωπικό, σύγχρονο εκπαιδευτικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις τα οποία δεν απολαμβάνουν υψηλής ζήτησης λόγω του τόπου εγκατάστασής τους ή μη προώθησής τους από την πολιτεία. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν ένα υψηλό κόστος λειτουργίας, να μην αποδίδουν και να γίνονται μη βιώσιμα.

Τέλος, η σύνδεση της έρευνας με την αγορά είναι το μεγαλύτερο στοίχημα καθώς δημιουργεί αναπτυξιακές προοπτικές στην οικονομία με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει ποικίλα συμφέροντα.
Το ζήτημα του Εκπαιδευτικού «Καλλικράτη» είναι πώς θα μπορούσαν τα ιδρύματα να συνδεθούν ευέλικτα με τις τοπικές οικονομίες στις οποίες εδρεύουν έτσι ώστε η εκάστοτε κοινωνία να αξιοποιεί τους πόρους της παραγωγικά και να καρπώνεται η ίδια τα αντίστοιχα οικονομικά αποτελέσματα.
Το αν καταφέρει να συμβάλλει η επικείμενη αναδιάρθρωση της Εκπαίδευσης στη διαμόρφωση αναπτυξιακών συνθηκών, αναμένεται να αποδειχθεί τα επόμενα χρόνια.

Ο Καλλικράτης της Εκπαίδευσης… στην ανεπτυγμένη Δύση

Η αυξανόμενη ζήτηση παγκοσμίως για εξειδίκευση των εργαζομένων έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη ζήτηση υψηλής ποιότητας σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό έχει συνεπακόλουθα αυξήσει την πίεση στους εκπαιδευτικούς προϋπολογισμούς των κρατών, τα οποία αναγκάζονται να δαπανούν περισσότερα χρήματα για την παιδεία έτσι ώστε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους.

Η παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει τα πανεπιστήμια σε τάσεις διεθνοποίησης της διδακτέας ύλης τους έτσι ώστε να υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στα προσόντα των αποφοίτων. Μερικές κυβερνήσεις έχουν επενδύσει στη διά βίου εκπαίδευση, όπως το παράδειγμα της Δανίας, ως την πλατφόρμα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς τους. Άλλες χώρες, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, αφέθηκαν στην αγορά με μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Οι σκανδιναβικές χώρες, ανάμεσά τους η Δανία, αποτελούσαν πάντα παράδειγμα προς μίμηση για το κοινωνικό σύστημα εκπαίδευσής τους και τις γενναίες παροχές τους στην παιδεία. Οι νέες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης έχουν όμως οδηγήσει και τα πιο κοινωνικά κράτη πρόνοιας να «γονατίσουν» για να χρηματοδοτήσουν την παιδεία τους. Η κυβέρνηση της Δανίας έχει ήδη θεσμοθετήσει την αυτόνομη λειτουργία των Γυμνασίων και το σύστημα κουπονιών ανά μαθητή με σκοπό την ανταγωνιστική λειτουργία των σχολείων και τη μείωση των δαπανών ανά μαθητή. Επίσης, μια πρόσφατη έκθεση του «Περιφερειακού και Δημοτικού Ινστιτούτου Αξιολόγησης» της Δανίας προτείνει στους δήμους της χώρας να κλείσουν το ένα σχολείο στα τρία, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους δυσκολίες. Στην Φινλανδία, η χρηματοδότηση στα σχολεία πηγάζει πλέον κατά το ήμισυ από κρατικά κονδύλια ενώ η υπόλοιπη από επιχειρήσεις και δημοτικούς φόρους.


Στη Βρετανία του Μπλερ, η αποκέντρωση και ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης κορυφώθηκαν την περασμένη δεκαετία, με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να περιορίσουν τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη, να βελτιώσουν τις επιδόσεις των εισακτέων στα πανεπιστήμια και να δημιουργήσουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς στα πανεπιστήμια. Η εξοικονόμηση πόρων από την επιβολή διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια συνέβαλε στην αυτονόμηση των δημοσίων πανεπιστημίων και στην αύξηση των ετήσιων δημοσίων δαπανών για σχολικά κτίρια.


Tα μεγαλύτερα προβλήματα, όμως, στη Bρετανία είναι ο αυξημένος αριθμός των μερικώς αναλφάβητων, το γεγονός ότι περίπου το 25% των μαθητών δεν ολοκληρώνουν ποτέ τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αύξηση των ανισοτήτων προσόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας με την επιβολή διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια. Τα ίδια προβλήματα παρουσιάζει και το αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο εμφανίζεται το οξύμωρο της συνύπαρξης μεγάλων ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα οποία κατέχουν τις πρώτες θέσεις στους πίνακες αξιολόγησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων παγκοσμίως, με τα εκατοντάδες υποβαθμισμένα κρατικά πανεπιστήμια αλλά και σχολεία, στα οποία φοιτούν μερικώς αναλφάβητοι φοιτητές και
μαθητές.

Μοιράσου